Εγχείρηση στα ολλανδικά

Μετάφραση: εγχείρηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
handeling, operatie, bewerking, ingreep, chirurgie, heelkunde, de operatie, een operatie
Εγχείρηση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγχείρηση

εγχείρηση καταρράκτη, εγχείρηση καταρράκτη κόστος, εγχείρηση bypass, εγχείρηση στραβισμού, εγχείρηση αμυγδαλών, εγχείρηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εγχείρηση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εγχάραξη στα ολλανδικά - inscriptie, gravure, graveerwerk, gravures, graveren, engraving
  • εγχείρημα στα ολλανδικά - project, projecten, het project
  • εγχειρίδιο στα ολλανδικά - vademecum, gids, reisgids, handleiding, gidsboek, handboek, handmatig, ...
  • εγχειρίζω στα ολλανδικά - functioneren, uitvoeren, werken, opereren, encheirizo
Τυχαίες λέξεις
Εγχείρηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: handeling, operatie, bewerking, ingreep, chirurgie, heelkunde, de operatie, een operatie