Εκκεντρικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: εκκεντρικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bizar, humeurig, chagrijnig, nors, norse, cranky
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκκεντρικός
εκκεντρικόσ χαρακτήρασ, εκκεντρικός σημασία, εκκεντρικός ορισμος, εκκεντρικός συνώνυμο, εκκεντρικός ετυμολογία, εκκεντρικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εκκεντρικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- εκκαθαρίζω στα ολλανδικά - afwikkelen, schoonmaken, opheffen, vereffenen, reinigen, liquideren, solveren, ...
- εκκαθαριστής στα ολλανδικά - ontvanger, liquidateur, curator, vereffenaar, liquidator, de liquidateur
- εκκενώνω στα ολλανδικά - reinigen, evacueren, schoonmaken, ontruimen, louteren, uitputten, afbrekende, ...
- εκκλησία στα ολλανδικά - kerk, kerkgebouw, bedehuis, Church, de kerk, gemeente, kerk van
Τυχαίες λέξεις
Εκκεντρικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bizar, humeurig, chagrijnig, nors, norse, cranky
Μεταφράσεις: bizar, humeurig, chagrijnig, nors, norse, cranky