Εκτρέπομαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: εκτρέπομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afdwalen, uitweiden, dwaal af, dwaal, nu even abstractie
Εκτρέπομαι στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκτρέπομαι

εκτρέπομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εκτρέπομαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εκτοξεύω στα ολλανδικά - funderen, vaststellen, ontketenen, vestigen, stichten, lanceren, uitschrijven, ...
  • εκτοπίζω στα ολλανδικά - deporteren, vervangen, ontwrichten, verrekken, te ontwrichten, dislocate, ontwricht
  • εκτρέπω στα ολλανδικά - afleiden, afwijken, leiden, doorschakelen, af te leiden, omleiden
  • εκτροφέας στα ολλανδικά - fokker, kweker, veredelaar, fokster, kwekersrecht
Τυχαίες λέξεις
Εκτρέπομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: afdwalen, uitweiden, dwaal af, dwaal, nu even abstractie