Εκτρέπομαι στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εκτρέπομαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
afastar, desenvolvimento, desviar, divagar, digress, discordo, divagando, digressão
Εκτρέπομαι στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκτρέπομαι

εκτρέπομαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εκτρέπομαι στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • εκτοξεύω στα πορτογαλικά - fundar, lançar, riso, instalar, estabelecer, lançamento, de lançamento, ...
  • εκτοπίζω στα πορτογαλικά - deportar, despovoar, deslocar, deslocam, deslocar a, desalojar
  • εκτρέπω στα πορτογαλικά - repercutir, afastar, definição, desviar, desviar a, desvio, desviam, ...
  • εκτροφέας στα πορτογαλικά - criador, reprodutor, obtentor, criador de, melhorista
Τυχαίες λέξεις
Εκτρέπομαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: afastar, desenvolvimento, desviar, divagar, digress, discordo, divagando, digressão