Εμαγιέ στα ολλανδικά
Μετάφραση: εμαγιέ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
emailleren, glazuur, email, emaille, geëmailleerd, geëmailleerde
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμαγιέ
εμαγιέ κατσαρόλα, εμαγιέ γάστρα, εμαγιέ ή κεραμική, εμαγιέ εστιατόριο, εμαγιέ τσαγιέρα, εμαγιέ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εμαγιέ στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ελώδης στα ολλανδικά - moerassig, drassig, moerassige, drassige, moerasachtige
- εμένα στα ολλανδικά - me, mij, ik, mij op, mij op de
- εμβάθυνση στα ολλανδικά - verdieping, verdiepen, verdieping van, de verdieping, te verdiepen
- εμβέλεια στα ολλανδικά - scope, bereik, kachel, oven, fornuis, reeks, gebied, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμαγιέ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: emailleren, glazuur, email, emaille, geëmailleerd, geëmailleerde
Μεταφράσεις: emailleren, glazuur, email, emaille, geëmailleerd, geëmailleerde