Εμαγιέ στα ουκρανικά
Μετάφραση: εμαγιέ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лакувати, емаль
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμαγιέ
εμαγιέ κατσαρόλα, εμαγιέ γάστρα, εμαγιέ ή κεραμική, εμαγιέ εστιατόριο, εμαγιέ τσαγιέρα, εμαγιέ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εμαγιέ στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ελώδης στα ουκρανικά - болота, болотистий, болотисту
- εμένα στα ουκρανικά - мені, мене, мне
- εμβάθυνση στα ουκρανικά - зонди, поглиблення, заглиблення, зростання
- εμβέλεια στα ουκρανικά - дзвонив, діапазон, вибір, спектр
Τυχαίες λέξεις
Εμαγιέ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: лакувати, емаль
Μεταφράσεις: лакувати, емаль