Επίκληση στα ολλανδικά

Μετάφραση: επίκληση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanroeping, beroep, aanroep, inroepen, aanroepen
Επίκληση στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επίκληση

επίκληση δαιμονων, επίκληση στην αυθεντία, επίκληση αγγέλων, επίκληση στον αρχάγγελο μιχαήλ, επίκληση στο ήθος του πομπού, επίκληση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επίκληση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • επίθετο στα ολλανδικά - achternaam, van, adjectief, familienaam, bijvoeglijk naamwoord, bijvoeglijk, naamwoord
  • επίκαιρος στα ολλανδικά - geschikt, gemakkelijk, passend, gepast, doelmatig, actueel, actuele, ...
  • επίκριση στα ολλανδικά - kritiek, beoordeling, aanmerking, kritiek op, de kritiek, kritiek van
  • επίμαχος στα ολλανδικά - controversiële, controversieel, omstreden
Τυχαίες λέξεις
Επίκληση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aanroeping, beroep, aanroep, inroepen, aanroepen