Επίμονος στα ολλανδικά

Μετάφραση: επίμονος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
volhardend, aanhoudend, hardnekkig, blijvend, aanhoudende
Επίμονος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επίμονος

επίμονος βήχας, επίμονος βήχας με φλέματα, επίμονος βήχας αντιμετώπιση, επίμονος πονοκέφαλος, επίμονος κηπουρός, επίμονος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επίμονος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • επίκριση στα ολλανδικά - kritiek, beoordeling, aanmerking, kritiek op, de kritiek, kritiek van
  • επίμαχος στα ολλανδικά - controversiële, controversieel, omstreden
  • επίορκος στα ολλανδικά - meinedige, perjurer, meineedige
  • επίπεδο στα ολλανδικά - vliegtuig, opzet, egaliseren, verdieping, stand, status, stadium, ...
Τυχαίες λέξεις
Επίμονος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: volhardend, aanhoudend, hardnekkig, blijvend, aanhoudende