Επίορκος στα ολλανδικά

Μετάφραση: επίορκος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
meinedige, perjurer, meineedige
Επίορκος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επίορκος

επίορκος υπάλληλος τι σημαινει, επίορκος σημαίνει, επίορκος σημασία, επίορκος ερμηνεία, επίορκος ορισμός, επίορκος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επίορκος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • επίμαχος στα ολλανδικά - controversiële, controversieel, omstreden
  • επίμονος στα ολλανδικά - volhardend, aanhoudend, hardnekkig, blijvend, aanhoudende
  • επίπεδο στα ολλανδικά - vliegtuig, opzet, egaliseren, verdieping, stand, status, stadium, ...
  • επίπεδος στα ολλανδικά - eender, gelijk, vlak, appartement, plat, flauw, slap, ...
Τυχαίες λέξεις
Επίορκος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: meinedige, perjurer, meineedige