Επαγγελματίας στα ολλανδικά
Μετάφραση: επαγγελματίας, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
professioneel, professionele, professional, de professionele, beroeps-
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επαγγελματίας
επαγγελματίας οπλίτης, επαγγελματίας καρδιοκατακτητής, επαγγελματίας και καταναλωτής, επαγγελματίασ υγείασ, επαγγελματίας αγρότης, επαγγελματίας λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επαγγελματίας στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- επίφοβος στα ολλανδικά - vreselijk, verschrikkelijk, vreselijke, verschrikkelijke, afschuwelijke
- επαίσχυντος στα ολλανδικά - schandelijk, beschamend, schandelijke, beschamende, schande
- επαγγελματικός στα ολλανδικά - professioneel, professionele, professional, de professionele, beroeps-
- επαγρύπνηση στα ολλανδικά - waakzaamheid, waakzaam, de waakzaamheid, oplettendheid, alertheid
Τυχαίες λέξεις
Επαγγελματίας στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: professioneel, professionele, professional, de professionele, beroeps-
Μεταφράσεις: professioneel, professionele, professional, de professionele, beroeps-