Επικαλύπτω στα ολλανδικά

Μετάφραση: επικαλύπτω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verspreiden boven, overspoeld, verspreidde, overdekten, verspreidde zich
Επικαλύπτω στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επικαλύπτω

αποκαλύπτω συνώνυμο, επικαλύπτω σημασια, αποκαλύπτω συνώνυμα, επικαλύπτω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επικαλύπτω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • επικίνδυνος στα ολλανδικά - hachelijk, bedenkelijk, gewaagd, link, gevaarlijk, riskant, waaghalzerig, ...
  • επικαλούμαι στα ολλανδικά - aanroepen, inroepen, beroepen, te roepen, beroep doen
  • επικείμενος στα ολλανδικά - dreigend, dreigende, handen zijnde, op handen zijnde, onmiddellijke
  • επικερδής στα ολλανδικά - winstgevend, winstgevende, rendabel, rendabele, winst
Τυχαίες λέξεις
Επικαλύπτω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verspreiden boven, overspoeld, verspreidde, overdekten, verspreidde zich