Επιλεκτικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: επιλεκτικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
selectief, selectieve
Επιλεκτικός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιλεκτικός

επιλεκτικός επίπεδος ηλιακός συλλέκτης, επιλεκτικός συλλέκτης τιτανίου, επιλεκτικός ορισμός, επιλεκτικός συλλέκτης τιμες, επιλεκτικός συνώνυμο, επιλεκτικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επιλεκτικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • επικός στα ολλανδικά - episch, epos, heldendicht, epische, epic
  • επιλέγω στα ολλανδικά - uitpikken, uitlezen, kiezen, uitzoeken, uitkiezen, verkiezen, kies, ...
  • επιληπτικός στα ολλανδικά - epileptisch, epilepticus, epileptische, epilepsie, epileptica
  • επιληψία στα ολλανδικά - epilepsie, toevallen, van epilepsie, epilepsie te, vallende ziekte
Τυχαίες λέξεις
Επιλεκτικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: selectief, selectieve