Εσκεμμένος στα ολλανδικά

Μετάφραση: εσκεμμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opzettelijk, beraadslagen, doelbewuste, opzettelijke, bewuste
Εσκεμμένος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εσκεμμένος

εσκεμμένος συνώνυμα, εσκεμμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εσκεμμένος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εσείς στα ολλανδικά - jullie, ge, jij, jou, u, je, kunt
  • εσκεμμένα στα ολλανδικά - moedwillig, wetens, bewust, willens en wetens, en wetens, opzettelijk
  • εσοχή στα ολλανδικά - reces, nis, uitsparing, verdieping, holte
  • εσπερινός στα ολλανδικά - avondlied, vesper, Evensong, avonddienst, de avonddienst
Τυχαίες λέξεις
Εσκεμμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: opzettelijk, beraadslagen, doelbewuste, opzettelijke, bewuste