Ευθυμία στα ολλανδικά
Μετάφραση: ευθυμία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dartel, schalks, ondeugend, juichen, gejuich, vrolijkheid, cheer, moed
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευθυμία
ευθυμία μαυρομιχάλη, ευθυμία μπάσδρα, ευθυμία δεσποτάκη, ευθυμία βαρυτιμίδου, ευθυμία κάννερ, ευθυμία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ευθυμία στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ευθυγραμμίζω στα ολλανδικά - richten, uitlijnen, lijn, af te stemmen, lijnen
- ευθυδικία στα ολλανδικά - billijkheid, eigen vermogen, vermogen, het eigen vermogen, equity
- ευθύνη στα ολλανδικά - aansprakelijkheid, schuldenlast, plicht, obligatie, verantwoordelijkheid, verantwoordelijk, de verantwoordelijkheid, ...
- ευθύς στα ολλανδικά - overeind, oprecht, eerlijk, live, rechtstreeks, rechtop, recht, ...
Τυχαίες λέξεις
Ευθυμία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: dartel, schalks, ondeugend, juichen, gejuich, vrolijkheid, cheer, moed
Μεταφράσεις: dartel, schalks, ondeugend, juichen, gejuich, vrolijkheid, cheer, moed