Ευχέρεια στα ολλανδικά

Μετάφραση: ευχέρεια, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vlotheid, spreekvaardigheid, vloeiend, vloeiendheid, fluency
Ευχέρεια στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευχέρεια

ευχέρεια σημασία, ευχέρεια αντωνυμο, ευχέρεια english, ευχέρεια αγγλικά, ευχέρεια συνώνυμα, ευχέρεια λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ευχέρεια στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ευχάριστα στα ολλανδικά - prettig, aangenaam, agreeably
  • ευχάριστος στα ολλανδικά - beeldig, genoeglijk, verrukkelijk, plezierig, heerlijk, aangenaam, betoverend, ...
  • ευχή στα ολλανδικά - verlangen, begeerte, zucht, zin, begeren, willen, lust, ...
  • ευχαρίστηση στα ολλανδικά - zin, vermaak, behagen, genot, welbehagen, pret, plezier, ...
Τυχαίες λέξεις
Ευχέρεια στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vlotheid, spreekvaardigheid, vloeiend, vloeiendheid, fluency