Ηδυπαθής στα ολλανδικά
Μετάφραση: ηδυπαθής, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
idypathis
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ηδυπαθής
ηδυπαθήσ τι σημαίνει, ηδυπαθής λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ηδυπαθής στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ηγούμαι στα ολλανδικά - dirigeren, chef, geleiden, brengen, kop, leiden, besturen, ...
- ηδονή στα ολλανδικά - behagen, pret, welbehagen, genoegen, welgevallen, vermaak, verrukken, ...
- ηδύφωνος στα ολλανδικά - idyfonos
- ηθική στα ολλανδικά - zedenkunde, ethiek, zedenleer, moraal, ethische, de ethiek, ethisch
Τυχαίες λέξεις
Ηδυπαθής στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: idypathis
Μεταφράσεις: idypathis