Ιδιόμορφος στα ολλανδικά

Μετάφραση: ιδιόμορφος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uniek, raar, enkelvoud, gek, bizar, enig, vreemdsoortig, eigenaardig, wonderlijk, vreemd, bijzondere, eigenaardige, eigen
Ιδιόμορφος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ιδιόμορφος

ιδιόμορφος αγγλικά, ιδιόμορφος δανεισμός, ιδιόμορφος πίνακας, ιδιόμορφος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ιδιόμορφος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ιδιοτελής στα ολλανδικά - uit eigenbelang, zelfzuchtig, eigenbelang, zelfzuchtige, baatzuchtig
  • ιδιωτικός στα ολλανδικά - individueel, persoonlijk, hoofdelijk, besloten, particulier, privaat, privé-, ...
  • ιδιότητα στα ολλανδικά - attribuut, eigenschap, eigendom, goed, eigendomsrecht, bezit
  • ιδιότροπος στα ολλανδικά - bizar, grillig, capricieus, capricieuze, grillige, whimsical
Τυχαίες λέξεις
Ιδιόμορφος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: uniek, raar, enkelvoud, gek, bizar, enig, vreemdsoortig, eigenaardig, wonderlijk, vreemd, bijzondere, eigenaardige, eigen