Ιδιόμορφος στα σουηδικά
Μετάφραση: ιδιόμορφος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sällsam, egendomlig, egen, besynnerlig, bisarr, säregna, säregen, märklig, märkliga
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιδιόμορφος
ιδιόμορφος αγγλικά, ιδιόμορφος δανεισμός, ιδιόμορφος πίνακας, ιδιόμορφος λεξικό γλώσσας σουηδικά, ιδιόμορφος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- ιδιοτελής στα σουηδικά - självisk, egennyttig, egennyttiga, egenintresse, egennyttigt, egna intressen
- ιδιωτικός στα σουηδικά - enskild, privat, menig, privata, eget, egen
- ιδιότητα στα σουηδικά - attribut, egendom, egenskapen, fastighet, fastigheten, egenskap
- ιδιότροπος στα σουηδικά - bisarr, nyckfullt, nyckfull, nyckfulla, speciella
Τυχαίες λέξεις
Ιδιόμορφος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: sällsam, egendomlig, egen, besynnerlig, bisarr, säregna, säregen, märklig, märkliga
Μεταφράσεις: sällsam, egendomlig, egen, besynnerlig, bisarr, säregna, säregen, märklig, märkliga