Ισότητα στα ολλανδικά
Μετάφραση: ισότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gelijkheid, gelijke, de gelijkheid, gelijke behandeling, gelijkwaardigheid
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ισότητα
ισότητα ορισμός, ισότητα στην εκπαίδευση, ισότητα ανθρώπων, ισότητα των φύλων, ισότητα των δύο φύλων, ισότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ισότητα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ισχύων στα ολλανδικά - vigerend, deugdelijk, geldig, gangbaar, geldend, valide, stroom, ...
- ισόβιος στα ολλανδικά - hachje, leven, biografie, livelong, godganse
- ισότιμος στα ολλανδικά - eender, equivalent, gelijke, gelijkwaardig, gelijkwaardige, gelijk
- ιταμός στα ολλανδικά - vrijpostig, onbeschaamd, brutaal, Itamos
Τυχαίες λέξεις
Ισότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gelijkheid, gelijke, de gelijkheid, gelijke behandeling, gelijkwaardigheid
Μεταφράσεις: gelijkheid, gelijke, de gelijkheid, gelijke behandeling, gelijkwaardigheid