Καθαριστήριο στα ολλανδικά

Μετάφραση: καθαριστήριο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wasgoed, wasserij, was, wasservice, wasserette
Καθαριστήριο στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθαριστήριο

καθαριστήριο θεσσαλονίκη, καθαριστήριο star ομόνοια, καθαριστήριο κάλι, καθαριστήριο ακρόπολις, καθαριστήριο κολωνάκι, καθαριστήριο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καθαριστήριο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • καθαρίστρια στα ολλανδικά - meid, dienstmeisje, meisje, bruidsmeisje, schoonmaakdienst
  • καθαρισμός στα ολλανδικά - schoonmaak, reiniging, reinigen, zuiveren, zuiverende, zuiveren van, het zuiveren
  • καθαριστής στα ολλανδικά - zuiveraar, luchtreiniger, zuiveringsinstallatie, purifier, waterzuiveraar
  • καθαρός στα ολλανδικά - louter, spreken, zindelijk, zuiver, absoluut, ledig, volslagen, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθαριστήριο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: wasgoed, wasserij, was, wasservice, wasserette