Καταγώγιο στα ολλανδικά

Μετάφραση: καταγώγιο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
duiken, holte, grot, spelonk, hol, krocht, den, kamer, kuil
Καταγώγιο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταγώγιο

καταγώγιο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καταγώγιο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • καταγράφω στα ολλανδικά - schijf, vastleggen, plaat, grammofoonplaat, record, discus, boeken, ...
  • καταγωγή στα ολλανδικά - geboorte, afkomst, afdaling, neerdaling, winning, oorsprong, herkomst, ...
  • καταδίκη στα ολλανδικά - wraking, afkeuring, zinsnede, vonnissen, volzin, zin, veroordelen, ...
  • καταδίωξη στα ολλανδικά - achtervolging, vervolging, achtervolgen, jacht, jagen, najagen, Chase
Τυχαίες λέξεις
Καταγώγιο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: duiken, holte, grot, spelonk, hol, krocht, den, kamer, kuil