Grot στα ελληνικά

Μετάφραση: grot, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταγώγιο, λημέρι, σπηλιά, άντρο, σπήλαιο, σπηλαίου, σπηλιάς, το σπήλαιο
Grot στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • grootvader στα ελληνικά - παππούς, παππού, ο παππούς, τον παππού, του παππού
  • gros στα ελληνικά - πλειονότητα, ακαθάριστο, ακαθάριστα, ακαθάριστη, ακαθάριστου, ακαθάριστων
  • grote στα ελληνικά - απίθανος, μεγάλος, εξαιρετικός, μεγάλη, μεγάλο, εξαιρετική, μεγάλες
  • grotendeels στα ελληνικά - σε μεγάλο βαθμό, μεγάλο βαθμό, μεγάλο μέρος, ευρέως, πολλοίς
Τυχαίες λέξεις
Grot στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταγώγιο, λημέρι, σπηλιά, άντρο, σπήλαιο, σπηλαίου, σπηλιάς, το σπήλαιο