Hol στα ελληνικά
Μετάφραση: hol, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τούνελ, κοιλότητα, καταγώγιο, κουνελοφωλιά, βαθουλωμένος, κενό, κούφιος, άντρο, λημέρι, σκάβω, σήραγγα, υπόκωφος, τρύπα, σπηλιά, κοίλος, κοίλο, κοίλου, κούφια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- hok στα ελληνικά - στυλό, χοιροστάσιο, χαλάζιο, κριθαράκι, μάντρα, αποθήκη, hutch, ...
- hokje στα ελληνικά - παράπηγμα, πάγκος, θάλαμος, περίπτερο, Booth, θάλαμο, καμπίνα, ...
- holte στα ελληνικά - κοιλότητα, καταγώγιο, κοίλος, τρύπα, υπόκωφος, σπηλιά, λημέρι, ...
- hommel στα ελληνικά - μέλισσα, bumblebee, βομβίνων, μπούνι, αγριομέλισσα
Τυχαίες λέξεις
Hol στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τούνελ, κοιλότητα, καταγώγιο, κουνελοφωλιά, βαθουλωμένος, κενό, κούφιος, άντρο, λημέρι, σκάβω, σήραγγα, υπόκωφος, τρύπα, σπηλιά, κοίλος, κοίλο, κοίλου, κούφια
Μεταφράσεις: τούνελ, κοιλότητα, καταγώγιο, κουνελοφωλιά, βαθουλωμένος, κενό, κούφιος, άντρο, λημέρι, σκάβω, σήραγγα, υπόκωφος, τρύπα, σπηλιά, κοίλος, κοίλο, κοίλου, κούφια