Καταδυνάστευση στα ολλανδικά
Μετάφραση: καταδυνάστευση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onderdrukking, verdrukking, de onderdrukking, onderdrukt, druk
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταδυνάστευση
καταδυνάστευση συνωνυμο, καταδυνάστευση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καταδυνάστευση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- καταδικαστέος στα ολλανδικά - laakbaar, verdoemelijk, vervloekt, verdoemelijke, verderfelijke, vervloekte
- καταδιώκω στα ολλανδικά - vervolgen, achtervolgen, najagen, jacht, jagen, Chase
- καταδότης στα ολλανδικά - grasveld, grassen, gras, jatten, Snitch, Snaai, informant, ...
- καταδύομαι στα ολλανδικά - duiken, duik, Dive
Τυχαίες λέξεις
Καταδυνάστευση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: onderdrukking, verdrukking, de onderdrukking, onderdrukt, druk
Μεταφράσεις: onderdrukking, verdrukking, de onderdrukking, onderdrukt, druk