Καταλαλώ στα ολλανδικά
Μετάφραση: καταλαλώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
katalalo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταλαλώ
καταλαλώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καταλαλώ στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- καταλήγω στα ολλανδικά - afwikkelen, afhandelen, concluderen, sluiten, besluiten, te sluiten, conclusie
- καταλαβαίνω στα ολλανδικά - snappen, beseffen, verstaan, begrijpen, bevatten, vernemen, te begrijpen, ...
- καταλαμβάνω στα ολλανδικά - vorderen, bemachtigen, grijpen, bewonen, bekleden, bezetten, aangrijpen, ...
- καταλληλότητα στα ολλανδικά - geschiktheid, fitness, fitnesscentrum, fitnessruimte
Τυχαίες λέξεις
Καταλαλώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: katalalo
Μεταφράσεις: katalalo