Afsluiten στα ελληνικά
Μετάφραση: afsluiten, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμποδίζω, φράζω, μπαρ, παρακωλύω, κλειδαριά, ολοκληρώνω, φραγμός, περατώνω, ολόκληρος, κάγκελο, τελειώνω, στηρίγματα, κωλυσιεργώ, τέλος, τερματισμός, κλείσει, έκλεισε, κλείσουν, έκλεισαν, κλείσιμο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- afslachten στα ελληνικά - μακελειό, κρεοπώλης, σφαγή, σφάζω, χασάπης, σφαγής, τη σφαγή, ...
- afslag στα ελληνικά - ανάπαυλα, μείωση, ανακοπή, αναστολή, ελάττωση, εναιώρημα, διάλλειμα, ...
- afsluiting στα ελληνικά - φράγμα, μπάρα, φραγμός, τάφρος, εμπόδιο, φράχτης, σφραγίδα, ...
- afsmeken στα ελληνικά - ικετεύω, θερμοπαρακαλώ, παρακαλώ, εκλιπαρώ, παρακαλώ θερμά
Τυχαίες λέξεις
Afsluiten στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμποδίζω, φράζω, μπαρ, παρακωλύω, κλειδαριά, ολοκληρώνω, φραγμός, περατώνω, ολόκληρος, κάγκελο, τελειώνω, στηρίγματα, κωλυσιεργώ, τέλος, τερματισμός, κλείσει, έκλεισε, κλείσουν, έκλεισαν, κλείσιμο
Μεταφράσεις: εμποδίζω, φράζω, μπαρ, παρακωλύω, κλειδαριά, ολοκληρώνω, φραγμός, περατώνω, ολόκληρος, κάγκελο, τελειώνω, στηρίγματα, κωλυσιεργώ, τέλος, τερματισμός, κλείσει, έκλεισε, κλείσουν, έκλεισαν, κλείσιμο