Κληρονομικότητα στα ολλανδικά
Μετάφραση: κληρονομικότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
erfelijkheid, overerfelijkheid, de erfelijkheid, overerving, erfelijke, erfelijk
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κληρονομικότητα
κληρονομικότητα java, κληρονομικότητα και καρκίνος, κληρονομικότητα και χαρακτήρας, κληρονομικότητα ή περιβάλλον, κληρονομικότητα και περιβάλλον, κληρονομικότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κληρονομικότητα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- κληρονομιά στα ολλανδικά - versterf, versterving, erfenis, boedel, erfdeel, erfstuk, erfgoed, ...
- κληρονομικός στα ολλανδικά - overerfelijk, erfelijk, erfelijke, hereditaire, de erfelijke
- κληρονομώ στα ολλανδικά - beërven, erven, erft, beerven, overnemen
- κληρονόμος στα ολλανδικά - opvolgster, opvolger, afstammeling, nazaat, nakomeling, erfgenaam, erfgenaam van, ...
Τυχαίες λέξεις
Κληρονομικότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: erfelijkheid, overerfelijkheid, de erfelijkheid, overerving, erfelijke, erfelijk
Μεταφράσεις: erfelijkheid, overerfelijkheid, de erfelijkheid, overerving, erfelijke, erfelijk