Ontlasting στα ελληνικά
Μετάφραση: ontlasting, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόπρανα, περίττωμα, κοπριά, σκαμνί, κοπράνων, σκαμπό, των κοπράνων
Μεταφράσεις
- ontkomen στα ελληνικά - ξεφεύγω, δραπετεύω, απόδραση, διαφυγή, διαφυγής, τη διαφυγή, απόδρασης
- ontkoppelen στα ελληνικά - διαζευγνύω, λύνω, αποσυζευχθεί, αποζεύξει, αποσύζευξη
- ontleden στα ελληνικά - αναλύω, αποσυντεθούν, αποσυντίθενται, αποσυντεθεί, αποσυντίθεται, αποσυνθέσει
- ontleding στα ελληνικά - ανάλυση, αποσύνθεση, αποσύνθεσης, διάσπαση, διάσπασης, αποσυνθέσεως
Τυχαίες λέξεις
Ontlasting στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόπρανα, περίττωμα, κοπριά, σκαμνί, κοπράνων, σκαμπό, των κοπράνων
Μεταφράσεις: κόπρανα, περίττωμα, κοπριά, σκαμνί, κοπράνων, σκαμπό, των κοπράνων