Μέρισμα στα ολλανδικά

Μετάφραση: μέρισμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dividend, dividenden, dividendbeleid, het dividend
Μέρισμα στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μέρισμα

μέρισμα κοινωνικό, μέρισμα αίτηση, μέρισμα δικηγόρων β εξαμήνου 2013, μέρισμα 500 ευρώ, μέρισμα από πλεόνασμα, μέρισμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μέρισμα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μέρα στα ολλανδικά - dag, dagen, de dag, daagse, dag van
  • μέριμνα στα ολλανδικά - voorziening, voorraad, aanvoer, provisie, bevoorrading, proviandering, betreffen, ...
  • μέρος στα ολλανδικά - treincoupé, standpunt, lokaal, zetten, smet, stand, compartiment, ...
  • μέσα στα ολλανδικά - intern, binnen, binnenste, inwendig, te, daarbinnen, binnenlands, ...
Τυχαίες λέξεις
Μέρισμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: dividend, dividenden, dividendbeleid, het dividend