Μεγαλοπρεπής στα ολλανδικά

Μετάφραση: μεγαλοπρεπής, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
koninklijk, statig, hoog, plechtstatig, vorstelijk, verheven, majestueus, prachtig, prachtige, schitterende, schitterend, een prachtig
Μεγαλοπρεπής στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μεγαλοπρεπής

μεγαλοπρεπής σουλειμαν, μεγαλοπρεπής σουλειμαν επεισοδιο, μεγαλοπρεπής αιώνας, σουλεϊμάν, σουλεϊμάν ο μεγαλοπρεπής, μεγαλοπρεπής λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μεγαλοπρεπής στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μεγαλοποιώ στα ολλανδικά - overdisponeren, overdrijven, overdraw, rood te staan, rood te
  • μεγαλοπρέπεια στα ολλανδικά - verhevenheid, majesteit, statigheid, pracht, grootsheid, magnificence, pracht en praal
  • μεγαλορρημοσύνη στα ολλανδικά - megalorrimosyni
  • μεγαλοψυχία στα ολλανδικά - grootmoedigheid, edelmoedigheid, vrijgevigheid, grootmoedig, magnanimity
Τυχαίες λέξεις
Μεγαλοπρεπής στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: koninklijk, statig, hoog, plechtstatig, vorstelijk, verheven, majestueus, prachtig, prachtige, schitterende, schitterend, een prachtig