Μεγαλοπρεπής στα πορτογαλικά
Μετάφραση: μεγαλοπρεπής, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
elevado, milho, alto, eminente, real, majestoso, magnífico, magnífica, cópia magnífica, magníficos, magníficas
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μεγαλοπρεπής
μεγαλοπρεπής σουλειμαν, μεγαλοπρεπής σουλειμαν επεισοδιο, μεγαλοπρεπής αιώνας, σουλεϊμάν, σουλεϊμάν ο μεγαλοπρεπής, μεγαλοπρεπής λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μεγαλοπρεπής στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- μεγαλοποιώ στα πορτογαλικά - magnífico, aumentar, exagerar, overdraw, sacar a descoberto, sacar acima do saldo
- μεγαλοπρέπεια στα πορτογαλικά - majestade, magnificência, magnificence, esplendor, grandiosidade, grandeza
- μεγαλορρημοσύνη στα πορτογαλικά - megalorrimosyni
- μεγαλοψυχία στα πορτογαλικά - magnanimidade, generosidade, a magnanimidade, da magnanimidade, magnanimity
Τυχαίες λέξεις
Μεγαλοπρεπής στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: elevado, milho, alto, eminente, real, majestoso, magnífico, magnífica, cópia magnífica, magníficos, magníficas
Μεταφράσεις: elevado, milho, alto, eminente, real, majestoso, magnífico, magnífica, cópia magnífica, magníficos, magníficas