Μπακάλης στα ολλανδικά
Μετάφραση: μπακάλης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kruidenier, kruidenierswinkel, grocer, kruidenierszaak, groenteboer
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μπακάλης
μπακάλης ευστάθιος, μπακάλης κωνσταντίνος, μπακάλης φορολογία δικηγόρων, μπακάλης νικόλαος, μπακάλης θεόδωρος, μπακάλης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μπακάλης στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- μπαίνω στα ολλανδικά - insteken, ineenkrimpen, psychiater, afnemen, ineenkronkelen, binnenlopen, betreden, ...
- μπαγιάτικος στα ολλανδικά - muf, adellijk, goor, gortig, benauwd, muffe, vuns, ...
- μπαλάντα στα ολλανδικά - ballade, ballad, lied
- μπαλέτο στα ολλανδικά - ballet, het Ballet, ballet van, van het ballet, balletvoorstelling
Τυχαίες λέξεις
Μπακάλης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kruidenier, kruidenierswinkel, grocer, kruidenierszaak, groenteboer
Μεταφράσεις: kruidenier, kruidenierswinkel, grocer, kruidenierszaak, groenteboer