Μόχθος στα ολλανδικά

Μετάφραση: μόχθος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
arbeiden, arbeid, zwoegen, gezwoeg, zware arbeid, inspanning
Μόχθος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μόχθος

μόχθος ετυμολογία, μόχθος συνώνυμο, συναισθηματικός μόχθος, μόχθος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μόχθος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μόρφωση στα ολλανδικά - opleiding, onderrichting, ontwikkeling, vorming, opvoeding, pedagogie, onderwijs, ...
  • μόσχευμα στα ολλανδικά - omkoping, enten, ent, transplantaat, graft, implantaat, transplantatie
  • μύγα στα ολλανδικά - besturen, vlieg, aanvliegen, vliegen, te vliegen, fly, vliegt
  • μύηση στα ολλανδικά - inwijding, inleiding, initiatie, aanvang, start
Τυχαίες λέξεις
Μόχθος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: arbeiden, arbeid, zwoegen, gezwoeg, zware arbeid, inspanning