Νικημένος στα ολλανδικά

Μετάφραση: νικημένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verslagen, versloeg, versloegen, overwonnen, verworpen
Νικημένος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νικημένος

νικημένοσ ήρωασ, νικημένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, νικημένος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • νηφάλιος στα ολλανδικά - matig, stemmig, bezadigd, donker, nuchter, sober, somber, ...
  • νιαουρίζω στα ολλανδικά - miauw, meow, miauwen, mauwen, mauw
  • νικητής στα ολλανδικά - winnaar, overwinnaar, winner, winnaar van, winnaar van de, de winnaar
  • νικηφόρος στα ολλανδικά - zegevierend, overwinnend, zegevierende, overwinnaar, overwinnende
Τυχαίες λέξεις
Νικημένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verslagen, versloeg, versloegen, overwonnen, verworpen