Νικημένος στα ουκρανικά

Μετάφραση: νικημένος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
переборювати, перебороти, подолати, перемагати, переможений, подоланий
Νικημένος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νικημένος

νικημένοσ ήρωασ, νικημένος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, νικημένος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • νηφάλιος στα ουκρανικά - розсудливий, помірний, тверезий, твереза
  • νιαουρίζω στα ουκρανικά - гримати, кричати, гукати, мяу, няв
  • νικητής στα ουκρανικά - моргання, переможець, переможця
  • νικηφόρος στα ουκρανικά - радісний, переможний, звитяжний, торжествуючий, звитяжну, непереможний, звитяжна
Τυχαίες λέξεις
Νικημένος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: переборювати, перебороти, подолати, перемагати, переможений, подоланий