Ομοιογενής στα ολλανδικά
Μετάφραση: ομοιογενής, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
homogeen, homogene, homogeen is, homogeen zijn, een homogene
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ομοιογενής
ομοιογενής συνώνυμα, ομοιογενής κλιση, ομοιογενής λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ομοιογενής στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ομιλητικός στα ολλανδικά - praatziek, conversatie, conversationele, gemoedelijke, gemoedelijk, conversational
- ομιχλώδης στα ολλανδικά - nevelig, mistig, heiig, vaag, dampig, mistige, foggy, ...
- ομοιομορφία στα ολλανδικά - uniformiteit, gelijkmatigheid, eenvormigheid, uniforme, de uniformiteit
- ομοιόμορφος στα ολλανδικά - tenue, uniform, uniforme, eenvormige, eenvormig, gelijkmatige
Τυχαίες λέξεις
Ομοιογενής στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: homogeen, homogene, homogeen is, homogeen zijn, een homogene
Μεταφράσεις: homogeen, homogene, homogeen is, homogeen zijn, een homogene