Ομοιογενής στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ομοιογενής, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
homogéneo, homogénea, homogênea, homogêneo, homogêneos
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ομοιογενής
ομοιογενής συνώνυμα, ομοιογενής κλιση, ομοιογενής λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ομοιογενής στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ομιλητικός στα πορτογαλικά - conversacional, conversação, coloquial, de conversação, conversa
- ομιχλώδης στα πορτογαλικά - nebuloso, nevoento, nevoenta, foggy, nevoeiro
- ομοιομορφία στα πορτογαλικά - uniformidade, a uniformidade, uniformidade de, uniformização, homogeneidade
- ομοιόμορφος στα πορτογαλικά - desenganche, fardamento, farda, uniforme, desenganchar, uniformes, uniforme de
Τυχαίες λέξεις
Ομοιογενής στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: homogéneo, homogénea, homogênea, homogêneo, homogêneos
Μεταφράσεις: homogéneo, homogénea, homogênea, homogêneo, homogêneos