Ομολογία στα ολλανδικά

Μετάφραση: ομολογία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
binnengaan, toegang, entree, intrede, homologie, homologie heeft, homoloog
Ομολογία στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ομολογία

ομολογία πίστεωσ κατά του οικουμενισμού, ομολογία του άουγκσμπουργκ, ομολογία μπαλτάκου, ομολογία πίστεως, ομολογία ντομινίκ στρος καν δντ και εε έσφιξαν τη βίδα και πέθαναν τους έλληνες, ομολογία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ομολογία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ομοιόμορφος στα ολλανδικά - tenue, uniform, uniforme, eenvormige, eenvormig, gelijkmatige
  • ομοιότητα στα ολλανδικά - overeenkomst, gelijkenis, overeenstemming, soortgelijkheid, overeenkomsten
  • ομολογώ στα ολλανδικά - toegeven, bekennen, erkennen, biechten, belijden, te belijden
  • ομορφιά στα ολλανδικά - stuk, knapheid, schoonheid, schone, fraaiheid, Beauty, Schoonheidsverkiezingen, ...
Τυχαίες λέξεις
Ομολογία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: binnengaan, toegang, entree, intrede, homologie, homologie heeft, homoloog