Παράνομος στα ολλανδικά
Μετάφραση: παράνομος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onwettig, illegaal, onrechtmatig, illegale, onwettige
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παράνομος
παράνομος τζόγος βόλος, παράνομος πλουτισμός, παράνομος κι αν είναι ο δεσμός μας στίχοι, παράνομος δεσμός, παράνομος ανατοκισμός, παράνομος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, παράνομος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- παράλογος στα ολλανδικά - onzinnig, absurd, zinledig, zot, belachelijk, zinneloos, dwaas, ...
- παράνοια στα ολλανδικά - paranoia, de paranoia, paranoïde, paranoia van
- παράξενος στα ολλανδικά - onwennig, vreemd, wonderlijk, eigenaardig, gek, verdachte, exotisch, ...
- παράπηγμα στα ολλανδικά - hokje, kraam, stand, cabine, booth
Τυχαίες λέξεις
Παράνομος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: onwettig, illegaal, onrechtmatig, illegale, onwettige
Μεταφράσεις: onwettig, illegaal, onrechtmatig, illegale, onwettige