Παραβίαση στα ολλανδικά

Μετάφραση: παραβίαση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bres, gaping, opening, inbreuk, overtreding, schending, inbreuk op, inbreukprocedures
Παραβίαση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παραβίαση

παραβίαση προσωπικών δεδομένων, παραβίαση ετυμολογία, παραβίαση σφραγίδων που έθεσε η αρχή, παραβίαση προσωρινής διαταγής, παραβίαση εισαγγελικής παραγγελίας, παραβίαση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, παραβίαση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • παραβάλλω στα ολλανδικά - vergelijken, verzamelen, sorteren, te verzamelen, verzamelt
  • παραβάτης στα ολλανδικά - overtreder, dader, veroordeelde, delinquent, dader te
  • παραβαίνω στα ολλανδικά - aanranden, overtreden, schenden, forceren, verkrachten, zondigen, breken, ...
  • παραβγαίνω στα ολλανδικά - concurreren, meedingen, concurrent, wedijveren, rivaal, mededinger, paravgaino
Τυχαίες λέξεις
Παραβίαση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bres, gaping, opening, inbreuk, overtreding, schending, inbreuk op, inbreukprocedures