Παραβίαση στα ουκρανικά

Μετάφραση: παραβίαση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пробивати, порушення, розрив, пролом, незгода
Παραβίαση στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παραβίαση

παραβίαση προσωπικών δεδομένων, παραβίαση ετυμολογία, παραβίαση σφραγίδων που έθεσε η αρχή, παραβίαση προσωρινής διαταγής, παραβίαση εισαγγελικής παραγγελίας, παραβίαση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, παραβίαση στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • παραβάλλω στα ουκρανικά - порівняння, порівняти, порівнювати, рівняти, зіставляти, порівняйте, співставляти
  • παραβάτης στα ουκρανικά - кривдник, обличчя, особу, злочинець, образник, правопорушник, лице, ...
  • παραβαίνω στα ουκρανικά - переступати, порушити, інфраструктура, альти, поруште, грішити, посягання, ...
  • παραβγαίνω στα ουκρανικά - любий, змагайтеся, дорогий, змагатись, дорогої, любій, змагатися, ...
Τυχαίες λέξεις
Παραβίαση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: пробивати, порушення, розрив, пролом, незгода