Παραχάραξη στα ολλανδικά
Μετάφραση: παραχάραξη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
namaak, vervalsing, valsemunterij, van namaak, vervalsingen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παραχάραξη
παραχάραξη ευρώ, παραχάραξη συνώνυμο, παραχάραξη λεξικο, παραχάραξη νομίσματος, παραχάραξη μεταφραση, παραχάραξη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, παραχάραξη στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- παραφροσύνη στα ολλανδικά - krankzinnigheid, waanzin, insanity, de waanzin, gekte
- παραφυάδα στα ολλανδικά - zijtak, tak, uitloper, afsplitsing, loot
- παραχαϊδεύω στα ολλανδικά - schenden, beschadigen, verknoeien, bederven, stukmaken, toetakelen, verwennen, ...
- παραχωρώ στα ολλανδικά - toegeven, toekennen, verlenen, toestaan, te verlenen, kennen
Τυχαίες λέξεις
Παραχάραξη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: namaak, vervalsing, valsemunterij, van namaak, vervalsingen
Μεταφράσεις: namaak, vervalsing, valsemunterij, van namaak, vervalsingen