Παρουσιαστικό στα ολλανδικά

Μετάφραση: παρουσιαστικό, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verschijning, uiterlijk, schijn, uitstraling, verschijnen
Παρουσιαστικό στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παρουσιαστικό

παρουσιαστικό συνώνυμα, παρουσιαστικό λεξικό γλώσσας ολλανδικά, παρουσιαστικό στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • παρουσίαση στα ολλανδικά - voorkomen, voorstelling, verschijnen, aanblik, air, aanzien, verschijning, ...
  • παρουσιάζω στα ολλανδικά - toekennen, aanbieden, donatie, aangeven, tegenwoordig, pralen, aantonen, ...
  • παροχή στα ολλανδικά - bevoorrading, afleveren, toevoeren, bestellen, provianderen, spekken, bevoorraden, ...
  • παρτιζάνος στα ολλανδικά - enthousiast, dweper, partijdig, partizaan, aanhanger, partijdige, partijgebonden
Τυχαίες λέξεις
Παρουσιαστικό στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verschijning, uiterlijk, schijn, uitstraling, verschijnen