Πατικώνω στα ολλανδικά

Μετάφραση: πατικώνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pompoen, comprimeren, verpletteren, aanstampen, tamp, stampen, aandrukken, te stampen
Πατικώνω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πατικώνω

πατικώνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πατικώνω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πατερίτσα στα ολλανδικά - kruk, steunpilaar, crutch, krukken
  • πατημασιά στα ολλανδικά - lopen, stap, schrijden, tred, stappen, treden, schrede, ...
  • πατινάδα στα ολλανδικά - serenade, patinada
  • πατρίδα στα ολλανδικά - land, platteland, oppervlakte, verspreidingsgebied, gebied, areaal, natie, ...
Τυχαίες λέξεις
Πατικώνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: pompoen, comprimeren, verpletteren, aanstampen, tamp, stampen, aandrukken, te stampen