Bol στα ελληνικά
Μετάφραση: bol, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρένα, υφήλιος, τομέας, κυριαρχία, τροχιά, χωράφι, μπάλα, πεδίο, κουβάρι, κάβα, κτήση, αρμοδιότητα, περιοχή, σφαίρα, κόσμο, πλανήτη, υδρόγειο, υφήλιο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bokkig στα ελληνικά - αδιάντροπος, ασύστολος, ξετσίπωτος, αναίσχυντος, ξεδιάντροπη, αναίσχυντη, ξεδιάντροπο, ...
- boksen στα ελληνικά - πυγμαχώ, κουτί, κάσα, κιβώτιο, πλαίσιο, παράθυρο, box
- bolletje στα ελληνικά - κυλώ, ψωμάκι, κύλινδρος, κουτάλα, κουταλιά, σέσουλα, μεζούρα, ...
- bolwerk στα ελληνικά - μετερίζι, προμαχώνας, έπαλξη, οχυρό, φρούριο, προπύργιο, οχυρού, ...
Τυχαίες λέξεις
Bol στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρένα, υφήλιος, τομέας, κυριαρχία, τροχιά, χωράφι, μπάλα, πεδίο, κουβάρι, κάβα, κτήση, αρμοδιότητα, περιοχή, σφαίρα, κόσμο, πλανήτη, υδρόγειο, υφήλιο
Μεταφράσεις: αρένα, υφήλιος, τομέας, κυριαρχία, τροχιά, χωράφι, μπάλα, πεδίο, κουβάρι, κάβα, κτήση, αρμοδιότητα, περιοχή, σφαίρα, κόσμο, πλανήτη, υδρόγειο, υφήλιο