Land στα ελληνικά
Μετάφραση: land, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έδαφος, πεδίο, εξοχή, χωράφι, πατρίδα, τομέας, προσγειώνω, προσγειώνομαι, γη, χώμα, χώρα, κρατίδιο, μαγαρίζω, κράτος, προσαράσσω, χώρας, χωρών, τη χώρα, χώρες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- lamsvlees στα ελληνικά - αρνί, αρνιού, αμνού, αμνών, αρνάκι
- lanceren στα ελληνικά - καθελκύω, εξαπολύω, εκτοξεύω, για, στην, στο, να, ...
- landbouw στα ελληνικά - γεωργία, γεωργίας, τη γεωργία, της γεωργίας, η γεωργία
- landbouwbedrijf στα ελληνικά - αγρόκτημα, εκμετάλλευση, αγροκτήματος, φάρμα, γεωργικών εκμεταλλεύσεων
Τυχαίες λέξεις
Land στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έδαφος, πεδίο, εξοχή, χωράφι, πατρίδα, τομέας, προσγειώνω, προσγειώνομαι, γη, χώμα, χώρα, κρατίδιο, μαγαρίζω, κράτος, προσαράσσω, χώρας, χωρών, τη χώρα, χώρες
Μεταφράσεις: έδαφος, πεδίο, εξοχή, χωράφι, πατρίδα, τομέας, προσγειώνω, προσγειώνομαι, γη, χώμα, χώρα, κρατίδιο, μαγαρίζω, κράτος, προσαράσσω, χώρας, χωρών, τη χώρα, χώρες