Πεζότητα στα ολλανδικά
Μετάφραση: πεζότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
prosaicism
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεζότητα
πεζότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πεζότητα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- πεζόδρομος στα ολλανδικά - voetpad, trottoir, bestrating, stoep, wegdek, plaveisel, voetganger, ...
- πεζός στα ολλανδικά - voetganger, voetgangers, voetgangersgebied, verkeersvrije, voetgangerszone
- πεθάνω στα ολλανδικά - sterven, doodgaan, overlijden, versmachten, verscheiden, te sterven, dood, ...
- πεθαμένος στα ολλανδικά - vooral, bepaald, volstrekt, absoluut, dodelijk, zeker, strikt, ...
Τυχαίες λέξεις
Πεζότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: prosaicism
Μεταφράσεις: prosaicism