Περιβαλλοντολόγος στα ολλανδικά
Μετάφραση: περιβαλλοντολόγος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
milieuactivist, milieudeskundige, milieubeweging, environmentalist
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περιβαλλοντολόγος
περιβαλλοντολόγος 2012, περιβαλλοντολόγος μηχανικός, περιβαλλοντολόγος εργασία 2014, περιβαλλοντολόγος 2014, περιβαλλοντολόγος ζητειται, περιβαλλοντολόγος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, περιβαλλοντολόγος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- περιέχω στα ολλανδικά - inhouden, behelzen, bevatten, comprize
- περιβάλλον στα ολλανδικά - omstreken, montuur, milieu, omgeving, medium, klimaat
- περιβόητος στα ολλανδικά - eerloos, berucht, beruchte, bekend, bekende, notoire
- περιβόλι στα ολλανδικά - bongerd, boomgaard, tuin, de tuin, tuin van, hof
Τυχαίες λέξεις
Περιβαλλοντολόγος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: milieuactivist, milieudeskundige, milieubeweging, environmentalist
Μεταφράσεις: milieuactivist, milieudeskundige, milieubeweging, environmentalist