Περιβόητος στα ολλανδικά

Μετάφραση: περιβόητος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eerloos, berucht, beruchte, bekend, bekende, notoire
Περιβόητος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: περιβόητος

περιβόητος ορισμός, περιβόητοσ διαβόητοσ, περιβόητος συνώνυμα, περιβόητος συνωνυμο, περιβόητος ετυμολογία, περιβόητος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, περιβόητος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • περιβάλλον στα ολλανδικά - omstreken, montuur, milieu, omgeving, medium, klimaat
  • περιβαλλοντολόγος στα ολλανδικά - milieuactivist, milieudeskundige, milieubeweging, environmentalist
  • περιβόλι στα ολλανδικά - bongerd, boomgaard, tuin, de tuin, tuin van, hof
  • περιγελώ στα ολλανδικά - honen, spotten, bespotten, spot, onecht, imitatie, mock
Τυχαίες λέξεις
Περιβόητος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: eerloos, berucht, beruchte, bekend, bekende, notoire