Πιστότητα στα ολλανδικά
Μετάφραση: πιστότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
getrouwheid, trouw, fidelity, betrouwbaarheid, hifi
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πιστότητα
χρωματική πιστότητα, υψηλή πιστότητα, πιστότητα ορισμός, πιστότητα συνώνυμο, πιστότητα πελάτη, πιστότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πιστότητα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- πιστόνι στα ολλανδικά - zuiger, piston, de zuiger, zuigers, zuiger-
- πιστός στα ολλανδικά - trouw, loyaal, getrouw, vroom, trouwhartig, gelovige, gelovigen, ...
- πιτζάμα στα ολλανδικά - pyjama, pajama, pyjama zit, pyama
- πιτσιλάω στα ολλανδικά - kabbelen, klotsen, plassen, klapperen, spatten, plons, splash, ...
Τυχαίες λέξεις
Πιστότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: getrouwheid, trouw, fidelity, betrouwbaarheid, hifi
Μεταφράσεις: getrouwheid, trouw, fidelity, betrouwbaarheid, hifi